- Αρχάγγελος
- ο , 'Αρχάγγελσκ τό г. Архангельск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρχάγγελος — archangel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχάγγελος — Ο επικεφαλής, κατά τη χριστιανική θρησκεία, «των επουρανίων δυνάμεων». Α. είναι οι Μιχαήλ και Γαβριήλ, που εορτάζονται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 8 Νοεμβρίου. Ο Αρχάγγελος σε φορητή εικόνα, έργο του 12ου αι. (Μοναστήρι του Χρυσοστόμου,… … Dictionary of Greek
Αρχάγγελος — Sp Archángelas Ap Αρχάγγελος/Archangelos L P. Sporadų ss. (Rodo s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αρχάγγελος — ο ο αρχηγός των αγγέλων (ονομασία των αγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχάγγελον — ἀρχάγγελος archangel masc/fem acc sg ἀρχάγγελος archangel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουριήλ — Αρχάγγελος κατά τους Εβραίους. Σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες της, ο Ο. έχει δικαιοδοσία τόσο στους ανθρώπους, όσο και στον Άδη. Θεωρείται «άγγελος του φωτός» και χαρακτηρίζεται «κύριος της δόξης». Ο Ο. δίδαξε στον Ενώχ την πορεία των φώτων … Dictionary of Greek
ἀρχαγγέλοις — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλου — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλους — ἀρχάγγελος archangel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλων — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαγγέλῳ — ἀρχάγγελος archangel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)